-
1 προσβαίνω
προσβαίνω, [dialect] Dor. [pref] ποτι- Sophr. in Stud.Ital.10.123: [tense] fut. - βήσομαι: [tense] aor. 2 προσέβην: [tense] aor. [voice] Med. προσεβήσατο, [dialect] Ep.A- ετο Il.14.292
:— put one's foot against, Hom. (who uses only [tense] aor. [voice] Act. and [voice] Med.), ; πρὸς τὸ κάτω τοῦ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ π., so as to get a purchase in drawing it, X.An.4.2.28; .2 approach, c. acc. loci, in Hom. mostly of mountains or heights,Ἥρη.. προσεβήσετο Γάργαρον ἄκρον Il.14.292
, cf. 2.48, 23.117, Od.21.5, Hes.Sc.33, A.Pr. 130 (lyr.), E.Alc. 480, etc.; ἐς ἄλσος, ἐς τὴν Αάκαιναν, S.OC 125 (lyr.), X.HG7.1.29; l.c.<*> c. dat., τῷ τείχει π. Pl.Phdr. 227d, etc.3 mount, ascend,κατά τι Hdt.1.84
, cf. Plb.7.17.4;πρὸς λόφον Id.1.30.10
, etc.; ὄρει π. climb up a mountain, of a town, Philostr.VA2.9;τοῦ ποταμοῦ πρὸς πάντα τὰ χώματα προσβαίνοντος PPetr.2p.22
(iii B.C.).4 abs., walk,π. μακράν S.Ph.42
.5 metaph., come upon, τίς σε.. προσέβη μανία; Id.OT 1300 (anap.);ἄλλοις ἄλλα π. ὀδύνα E.IT 195
(lyr.).c join a group,ἐπίκρισις τῶν -βαινόντων εἰς τοὺς ἀπὸ γυμνασίου POxy. 257.5
(i A.D.), cf. Sammelb.7440.10 (ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσβαίνω
См. также в других словарях:
προσβαίνω — Α [βαίνω] 1. επιβαίνω, πατώ σε κάτι («εἷλκον δὲ τὰς νευράς, ὁπότε το ξεύοιεν, πρὸς τὸ κάτω τοῡ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ προσβαίνοντες», Ξεν.) 2. προσεγγίζω, πλησιάζω σε κάποιο μέρος («Ἀργεῑοι προσέβαινον εἰς τὴν Λάκαιναν», Ξεν.) 3. ανέρχομαι,… … Dictionary of Greek